Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „prudhomme“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

prudhommeNO <prudhommes> [pʀydɔm], prud'hommeOT ΟΥΣ αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Elle vit alors, veuve ou célibataire, sous la protection d'un prudhomme.
fr.wikipedia.org
Aujourd’hui, dans ce cas, on écrirait plutôt prudhomme, grand rue ou grand-rue.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "prudhomme" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina