Γαλλικά » Γερμανικά

prohibitif (-ive) [pʀɔibitif, -iv] ΕΠΊΘ

1. prohibitif:

2. prohibitif ΝΟΜ:

Verbot ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina