Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: potentialiser και potentiel

potentiel(le) [pɔtɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ

1. potentiel a. ΤΕΧΝΟΛ:

2. potentiel ΓΛΩΣΣ:

potentialiser [pɔtɑ͂sjalize] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina