Γαλλικά » Γερμανικά

pelletée [pɛlte] ΟΥΣ θηλ

2. pelletée οικ (bordée):

une pelletée/des pelletées d'injures

Παραδειγματικές φράσεις με pelletées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina