Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mutuelle και interlope

interlope [ɛ͂tɛʀlɔp] ΕΠΊΘ

1. interlope (à l'air suspect):

2. interlope (illégal):

mutuelle [mytɥɛl] ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ

II . mutuelle [mytɥɛl]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina