Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mitiger , mitigeur , reneiger και fustiger

mitiger [mitiʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

mitiger απαρχ:

fustiger [fystiʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. fustiger λογοτεχνικό (flageller):

geißeln λογοτεχνικό

2. fustiger (critiquer):

reneiger [ʀəneʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ

mitigeur [mitiʒœʀ] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina