Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „maltraite“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

maltraiter [maltʀete] ΡΉΜΑ μεταβ

1. maltraiter (brutaliser):

3. maltraiter (critiquer):

verreißen οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
C'est une femme assez revêche et autoritaire, qui maltraite moralement la petite fille.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina