Γαλλικά » Γερμανικά

I . infléchir [ɛ͂fleʃiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

2. infléchir (modifier la direction de):

II . infléchir [ɛ͂fleʃiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'infléchir

1. infléchir étagère:

infléchi(e) [ɛ͂fleʃi] ΕΠΊΘ ΦΩΝΗΤ

voyelle infléchie
voyelle infléchie
Umlaut αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με infléchie

voyelle infléchie
Umlaut αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina