Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „enfilage“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

enfilage [ɑ͂filaʒ] ΟΥΣ αρσ

enfilage de perles
Auffädeln ουδ
enfilage d'une aiguille
Einfädeln ουδ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Un chausse-pied ou chaussepied est un ustensile facilitant l'enfilage de chaussures.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina