Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: électro , ventilo , électriser και électrique

ventilo

Βλέπε και: ventilateur

ventilateur [vɑ͂tilatœʀ] ΟΥΣ αρσ

électrique [elɛktʀik] ΕΠΊΘ

2. électrique (saisissant):

électriser [elɛktʀize] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina