Γαλλικά » Γερμανικά

I . coaliser [kɔalize] ΡΉΜΑ μεταβ

II . coaliser [kɔalize] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

coalisé(é) αρσ θηλ ΠΟΛΙΤ
Koalitionspartner(in) αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina