Γαλλικά » Γερμανικά

II . carier [kaʀje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

carié(e) [kaʀje] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με cariée

avoir une dent cariée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cariée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina