Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: capitaliste , capitalisme και capitaliser

I . capitaliser [kapitalize] ΡΉΜΑ μεταβ

1. capitaliser ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

2. capitaliser (accumuler):

II . capitaliser [kapitalize] ΡΉΜΑ αμετάβ

capitalisme [kapitalism] ΟΥΣ αρσ

I . capitaliste [kapitalist] ΕΠΊΘ

II . capitaliste [kapitalist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina