Γαλλικά » Γερμανικά

bêtifiant(e) [bɛtifjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ

bêtifiant(e)

I . bêtifier [betifje] ΡΉΜΑ αμετάβ

II . bêtifier [betifje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bêtifiant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina