Γαλλικά » Γερμανικά

ambigu (ambigüe) [ɑ͂bigy] ΕΠΊΘ

2. ambigu (louche):

3. ambigu ΓΛΩΣΣ:

ambig ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina