Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: insatisfait και insatiable

I . insatisfait(e) [ɛ͂satisfɛ, ɛt] ΕΠΊΘ

1. insatisfait:

2. insatisfait (inassouvi):

II . insatisfait(e) [ɛ͂satisfɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina