Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: veer , vexed , velvet , versed , veined και veiled

veiled [veɪld] ΕΠΊΘ

1. veiled (wearing a veil):

2. veiled μτφ (concealed):

veined [veɪnd] ΕΠΊΘ

vel·vet [ˈvelvɪt] ΟΥΣ no πλ

žamet αρσ
vexed προσδιορ οικ μορφ στοιχ
sporno προσδιορ οικ
vexed προσδιορ οικ
razburjen προσδιορ οικ
vexed προσδιορ πολύ οικ!
razjarjen προσδιορ πολύ οικ!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina