Αγγλικά » Σλοβενικά

suf·fer·ing [ˈsʌfərɪŋ] ΟΥΣ (pain, distress)

long-ˈsuf·fer·ing ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με sufferings

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina