Αγγλικά » Σλοβενικά

I . jerk [ʤɜ:k] ΟΥΣ

1. jerk:

sunek αρσ
poteg αρσ
zasuk αρσ

2. jerk esp αμερικ μειωτ αργκ (stupid person):

idiot αρσ
tepec αρσ

II . jerk [ʤɜ:k] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . jerk [ʤɜ:k] ΡΉΜΑ μεταβ

1. jerk (move sharply):

to jerk sb/sth μτφ out of

2. jerk (weightlifting):

suniti [στιγμ suvati]

jerk off ΡΉΜΑ αμετάβ vulg

drkati [στιγμ zdrkati]

I . ˈknee-jerk ΟΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "jerks" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina