Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: invalid , vail , avail και valid

I . in·va·lid1 [ˈɪnvəlɪd] ΟΥΣ (requiring long-term care)

invalid(ka) αρσ (θηλ)

II . in·va·lid1 [ˈɪnvəlɪd] ΕΠΊΘ

III . in·va·lid1 [ˈɪnvəlɪd] ΡΉΜΑ μεταβ to invalid sb

val·id [ˈvælɪd] ΕΠΊΘ

I . avail [əˈveɪl] ΟΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina