in·vali·date [ɪnˈvælɪdeɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
-
invalidate ΝΟΜ
-
razveljavljati [στιγμ razveljaviti]
-
izpodbijati [στιγμ izpodbiti]
-
razveljavljati [στιγμ razveljaviti]
-
razveljavljati [στιγμ razveljaviti]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.