Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hark , perk , jerk , perky , jerky και clerk

I . clerk [klɑ:k] ΟΥΣ

uradnik(uradnica) αρσ (θηλ)
tajnik(tajnica) αρσ (θηλ)
receptor(ka) αρσ (θηλ)
sales clerk αμερικ
prodajalec(prodajalka) αρσ (θηλ)

II . clerk [klɑ:k] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ

I . jerky [ˈʤɜ:ki] ΕΠΊΘ

II . jerky [ˈʤɜ:ki] ΟΥΣ no πλ αμερικ

perky [ˈpɜ:ki] ΕΠΊΘ

1. perky (lively):

2. perky (cheeky):

I . jerk [ʤɜ:k] ΟΥΣ

1. jerk:

sunek αρσ
poteg αρσ
zasuk αρσ

2. jerk esp αμερικ μειωτ αργκ (stupid person):

idiot αρσ
tepec αρσ

II . jerk [ʤɜ:k] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . jerk [ʤɜ:k] ΡΉΜΑ μεταβ

1. jerk (move sharply):

to jerk sb/sth μτφ out of

2. jerk (weightlifting):

suniti [στιγμ suvati]

perk1 [pɜ:k] ΟΥΣ

1. perk (additional benefit):

boniteta θηλ

2. perk (advantage):

prednost θηλ

hark [hɑ:k] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

poslušati [στιγμ prisluhniti]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina