Αγγλικά » Σλοβενικά

goer [ˈgəʊəʳ] ΟΥΣ οικ

1. goer (person or thing that goes):

hodec αρσ
pešec αρσ

2. goer βρετ μτφ (live-wire):

ˈpic·ture-goer ΟΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina