Αγγλικά » Σλοβενικά

I . en·large [ɪnˈlɑ:ʤ] ΡΉΜΑ μεταβ

II . en·large [ɪnˈlɑ:ʤ] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. enlarge (get bigger):

povečevati se [στιγμ povečati se]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "enlarged" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina