Αγγλικά » Σλοβενικά

chick [tʃɪk] ΟΥΣ

1. chick:

piščanec αρσ
[ptičji] mladič αρσ

2. chick αργκ (young female):

bejba θηλ

chick-mag·net ΟΥΣ αμερικ αργκ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "chicks" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina