Αγγλικά » Σλοβενικά

I . bolt [bəʊlt] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. bolt (move quickly):

2. bolt (run away):

bežati [στιγμ zbežati]
bezljati [στιγμ zbezljati]

II . bolt [bəʊlt] ΡΉΜΑ μεταβ

1. bolt (gulp down):

to bolt sth ⇄ [down]

2. bolt (lock):

zapahovati [στιγμ zapahniti]

3. bolt (fix):

III . bolt [bəʊlt] ΟΥΣ

1. bolt (lightning):

2. bolt (on a door):

zapah αρσ

3. bolt (screw):

vijak αρσ

4. bolt (of a crossbow):

puščica θηλ

5. bolt (of a gun):

zaklep αρσ

ˈbolt-hole ΟΥΣ βρετ αυστραλ

Παραδειγματικές φράσεις με bolted

to shut the stable door after the horse has bolted παροιμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bolted" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina