Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: elm , est και esp

esp ΕΠΊΡΡ

esp συντομογραφία: especially:

esp

Βλέπε και: especially

es·pe·cial·ly [ɪˈspeʃəli, esˈ-] ΕΠΊΡΡ

est ΕΠΊΘ

1. est → estimated:

est
est

2. est → established:

est

Βλέπε και: estimated , established

es·tab·lished [ɪˈstæblɪʃt, esˈ-] ΕΠΊΘ

1. established (standard):

2. established (proven):

3. established (accepted):

4. established (founded):

elm [elm] ΟΥΣ ΒΟΤ

elm
brest αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ESM" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina