I.reinforcement [βρετ riːɪnˈfɔːsm(ə)nt, αμερικ ˌriɪnˈfɔrsmənt] ΟΥΣ
1. reinforcement (action):
2. reinforcement (support):
- rinforzo αρσ
II.reinforcements ΟΥΣ
reinforcements npl ΣΤΡΑΤ:
- reinforcements μτφ
- rinforzi αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.