I.physically handicapped [ˌfɪzɪklɪˈhændɪkæpt] παρωχ or προσβλ ΟΥΣ + verbo πλ
- the physically handicapped
II.physically handicapped [ˌfɪzɪklɪˈhændɪkæpt] παρωχ or προσβλ ΕΠΊΘ
- to be physically handicapped
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.