I.relay1 ΟΥΣ [βρετ ˈriːleɪ, αμερικ ˈriˌleɪ]
2. relay:
- trasmissione θηλ
II.relay1 <παρελθ/μετ παρακειμ relayed> ΡΉΜΑ μεταβ [βρετ rɪˈleɪ, ˈriːleɪ, αμερικ rəˈleɪ, ˈriˌleɪ]
- trasmettere (to a)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.