I.gay [βρετ ɡeɪ, αμερικ ɡeɪ] ΕΠΊΘ οικ
2. gay (lively, bright):
3. gay (carefree):
II.gay [βρετ ɡeɪ, αμερικ ɡeɪ] ΟΥΣ οικ
- gay αρσ θηλ
- omosessuale αρσ θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.