connection, connexion [βρετ kəˈnɛkʃ(ə)n, αμερικ kəˈnɛkʃ(ə)n] ΟΥΣ
4. connection (connecting up):
- allacciamento αρσ
- connection (of pipes, tubes)
- raccordo αρσ
- frizione αρσ
- cablaggio αρσ
6. connection (of train, flight etc.):
- coincidenza θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.