Αγγλικά » Γερμανικά

wom·an·iz·ing [ˈwʊmənaɪzɪŋ] ΟΥΣ no pl

wom·an·ize [ˈwʊmənaɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

because of his constant womanizing

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "womanizing" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文