Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „squiffed“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

squiffy [ˈskwɪfi], squiffed esp αμερικ [αμερικ skwɪft] ΕΠΊΘ οικ

angesäuselt οικ
to feel squiffed

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to feel squiffed

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Coq au vin is delicious and good for you but man can not live by squiffed chicken alone.
www.salon.com

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "squiffed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文