Αγγλικά » Γερμανικά

I . spawn [spɔ:n, αμερικ spɑ:n] ΡΉΜΑ μεταβ

1. spawn (lay eggs):

III . spawn <pl -> [spɔ:n, αμερικ spɑ:n] ΟΥΣ

1. spawn no pl (eggs):

Laich αρσ

2. spawn λογοτεχνικό μειωτ (offspring):

Nachwuchs αρσ
Brut θηλ μειωτ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

spawning ground
Laichplatz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "spawning" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文