Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „self-abuse“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

self-aˈbuse ΟΥΣ no pl

1. self-abuse (harm):

self-abuse
to practise self-abuse

2. self-abuse απαρχ (masturbation):

self-abuse

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to practise self-abuse

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文