Αγγλικά » Γερμανικά

I . scuff [skʌf] ΡΉΜΑ μεταβ

1. scuff (mark):

to scuff sth
to scuff sth (wear away)

2. scuff (drag along the ground):

to scuff one's feet

II . scuff [skʌf] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. scuff (shuffle):

scuff

ˈscuff mark ΟΥΣ

scuff mark
Schramme θηλ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to scuff one's feet

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文