Αγγλικά » Γερμανικά

pi·men·to [pɪˈmentəʊ, αμερικ -toʊ] ΟΥΣ

1. pimento:

pimento (sweet red pepper)
Kirschpaprika θηλ
pimento (grilled)

2. pimento ιδιαίτ Caribbean English (allspice):

pimento
Piment αρσ o ουδ
pimento
Nelkenpfeffer αρσ

pi·mien·to [pɪmɪˈɛntəʊ, αμερικ pɪˈmjentoʊ], pimento ΟΥΣ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文