Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „phobic“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

pho·bic [ˈfəʊbɪk, αμερικ ˈfoʊ-] ΕΠΊΘ

1. phobic ΨΥΧ:

phobic
to be socially phobic

2. phobic μτφ οικ (very wary):

phobic
to be phobic about sth
[eine hysterische] Angst vor etw δοτ haben οικ
to be phobic about spiders

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be socially phobic

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "phobic" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文