Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „obstructively“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

ob·struc·tive·ly [əbˈstrʌktɪvli] ΕΠΊΡΡ μειωτ

obstructively
obstruktiv τυπικ
to act obstructively
sich αιτ querstellen οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to act obstructively
sich αιτ querstellen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "obstructively" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文