Αγγλικά » Γερμανικά

mid-term incentive ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

I . mid·ˈterm ΟΥΣ

2. midterm αμερικ (midterm exams):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mid-term" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文