Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „incestuously“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

in·ces·tu·ous·ly [ɪnˈsestjuəsli, αμερικ -tʃu-] ΕΠΊΡΡ

incestuously
to be incestuously involved

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be incestuously involved

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "incestuously" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文