Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „incel“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

in·cel [ɪnˈsɛl] ΕΠΊΘ αργκ

incel συντομογραφία: involuntarily celibate

to be incel

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文