Αγγλικά » Γερμανικά

house·hold ˈin·ven·tory ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

household inventory ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

household inventory index ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

household inventory insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文