Αγγλικά » Γερμανικά

I . gripe [graɪp] οικ ΟΥΣ

Nörgelei θηλ μειωτ
Meckerei θηλ μειωτ οικ
A a. Raunzerei θηλ μειωτ οικ

II . gripe [graɪp] οικ ΡΉΜΑ αμετάβ

nörgeln μειωτ
meckern μειωτ οικ
A a. raunzen μειωτ οικ
mosern ιδιωμ μειωτ οικ

ˈgripe wa·ter ΟΥΣ no pl βρετ

Mittel gegen [Drei-Monats-]Koliken

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "gripes" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文