Αγγλικά » Γερμανικά

for·ward ˈbuy·ing ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

forward buying ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

buy forward ΡΉΜΑ αμετάβ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Terminkauf αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
A common issue producer face when forward buying molasses, other than paying for it, is how to store it.
www.abc.net.au

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "forward buying" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文