Αγγλικά » Γερμανικά

fan·ny [ˈfæni] ΟΥΣ

1. fanny βρετ, αυστραλ χυδ (female genitals):

fanny
Fotze θηλ χυδ
fanny
Möse θηλ χυδ

2. fanny αμερικ, αυστραλ αργκ (backside):

fanny
Hintern αρσ οικ

ˈfan·ny pack ΟΥΣ αμερικ (bumbag)

fanny pack
Gürteltasche θηλ

Sweet Fanny Adams [ˌswi:tfæniˈædəmz], sweet FˈA ΟΥΣ no pl βρετ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文