Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „engorged“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

en·gorge [ɪnˈgɔ:ʤ, αμερικ enˈgɔ:rʤ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. engorge (consume greedily):

2. engorge usu passive ΙΑΤΡ:

to become engorged

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to become engorged

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "engorged" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文