Αγγλικά » Γερμανικά

compulsory winding-up ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

com·pul·so·ry wind·ing ˈup or·der ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Revenue wanted a compulsory winding-up to take the place of the creditors' winding-up.
www.independent.ie

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文