Αγγλικά » Γερμανικά

coi·tal [ˈkəʊɪtəl, αμερικ ˈkoʊə-] ΕΠΊΘ αμετάβλ

coital
Koitus-
coital
Beischlaf-
coital position
[Sex]stellung θηλ

post-ˈcoit·al ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

postkoital τυπικ
nach dem Koitus nach ουσ τυπικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

coital position
[Sex]stellung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "coital" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文